Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειροπεδώ — έω, Ν [χειροπέδη] δένω τα χέρια κάποιου με χειροπέδες … Dictionary of Greek
χειροπεδώ — ησα, δένω κάποιον με χειροπέδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)